Είναι έγκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας εγκύου εργαζομένης επειδή ο σύζυγός της άρχισε να ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα όμοια και ανταγωνιστική με αυτή που ασκεί ο εργοδότης της και έτσι θεωρείται ότι κλονίζεται η εμπιστοσύνη του τελευταίου απέναντι στην εργαζόμενή του.
Ο Άρειος Πάγος με την υπ΄ αριθμό 1177/1998 απόφαση του Β΄ Τμήματος έκρινε ότι σπουδαίος λόγος, που δικαιολογεί την καταγγελία της σύμβασης εργασίας εγκύου εργαζομένης ακόμα και κατά τη διάρκεια της προστατευτικής από το νόμο περιόδου της εγκυμοσύνης της, αποτελεί ο κλονισμός της εμπιστοσύνης του εργοδότη στο πρόσωπό της που πηγάζει από το γεγονός ότι ο σύζυγός της εργαζόμενης άρχισε να ασκεί στην ίδια περιοχή που δραστηριοποιείται επιχειρηματικά και ο εργοδότης της, δραστηριότητα όμοια και ανταγωνιστική με αυτή που ασκεί ο τελευταίος.
Σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 του νόμου 1483/1984, απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σχέσεως εργασίας εργαζόμενης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, όσο και για χρονικό διάστημα ενός έτους από τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθενείας της που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός αν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία. Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης της εργασίας της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη.
Τα κριτήρια για να κριθεί σπουδαίος κάποιος λόγος καταγγελίας της έγκυρης σύμβασης εργασίας (σε περίπτωση άκυρης σύμβασης η προστασία δεν παρέχεται, ΑΠ 1176/1993 ΕΕργΔ 54, 282) εγκύου εργαζομένης είναι τα ίδια που χρησιμοποιούνται για να κριθεί ως σπουδαίος ο λόγος καταγγελίας συμβάσεως ορισμένου χρόνου, σύμφωνα με το άρθρο 672 ΑΚ.
Έτσι, σύμφωνα με παγιωμένη αντίληψη της νομολογίας, σπουδαίο λόγο αποτελεί κάθε γεγονός, με αντικειμενική κρίση θεωρούμενο, εξαιτίας του οποίου δεν μπορεί να αξιωθεί κατά την καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη από τον δικαιούμενο στην καταγγελία η εξακολούθηση της εργασιακής σχέσεως, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή ανυπαρξία πταίσματος στο πρόσωπο εκείνου κατά του οποίου γίνεται η καταγγελία (βλ. αντί πολλών ΑΠ 1051/1988 ΕΕργΔ 48, 786, ΟλΑΠ 858/1984 ΝοΒ 33, 83 στην οποία παραπέμπει και η σχολιαζόμενη απόφαση).
Έχει λοιπόν κριθεί ότι σπουδαίο λόγο για καταγγελία της σύμβασης εργασίας εγκύου εργαζομένης αποτελεί η μη συμμόρφωσή της στις οδηγίες του εργοδότη, η από μέρους της αμελής εκτέλεση της εργασίας της και η επανειλημμένη αδικαιολόγητη εγκατάλειψη της εργασίας της (ΑΠ 1051/1988 ΕΕργΔ 48, 786, ΑΠ 1291/88 ΕΕργΔ 48, 1078), η παράβαση υπηρεσιακών καθηκόντων και η άρνηση συμμόρφωσης προς αυτά, παρά τις κατ΄ επανάληψη συστάσεις και παρατηρήσεις του εργοδότη (ΕφΑθ 6523/1989 ΔΕΝ 46, 1080), η πλημμελής και μη προσήκουσα εκπλήρωση των καθηκόντων της (ΕφΑθ 3354/1988 ΔΕΝ 44, 713), η διάλυση της επιχείρησης λόγω ζημιών που επήλθαν έστω και από αμέλεια του εργοδότη, καθώς και η διακοπή των εργασιών της επιχείρησης (ΕφΑθ 6958/1990 ΕλλΔνη 34, 199), ο αισθητός περιορισμός των εργασιών της επιχείρησης, χωρίς να είναι αναγκαία η διακοπή της λειτουργίας τμήματος ή τμημάτων της επιχείρησης, και ο εξ αυτού του λόγου περιορισμός από τον εργοδότη του αριθμό των εργαζομένων, μεταξύ των οποίων και η απολυθείσα έγκυος (ΑΠ 353/1989 ΔΕΝ 46, 1075) όχι όμως αν μετά την απόλυση της εγκύου ενόψει σταδιακής κατάργησης της επιχειρήσεως ή τμήματος αυτής προσελήφθησαν άλλα άτομα (ΕφΑθ 2763/1992 ΕλλΔνη 34, 199, ΜονΠρ Θηβών 117/1993 ΔΕΝ 51, 1199), η διακοπή της λειτουργίας υποκαταστήματος της επιχείρησης λόγω οικονομικών δυσχερειών (ΕφΘεσ 47/1991 Αρμεν. 43, 48). Σημειωτέον ότι σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 2 του Π.Δ. 176/1997, που αποτελεί μεταφορά στο ελληνικό δίκαιο της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ, ο εργοδότης σε περίπτωση απόλυσης εγκύου εργαζομένης για σπουδαίο λόγο οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την καταγγελία γραπτώς και να προβεί σε σχετική κοινοποίηση και προς τις αρμόδιες υπηρεσίες επιθεώρησης εργασίας.
Με την τελευταία αυτή απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου ως σπουδαίος λόγος καταγγελίας θεωρείται εκτός των ανωτέρω και ο κλονισμός της εμπιστοσύνης του εργοδότη απέναντι στην εργαζόμενη του εξαιτίας της ανάπτυξης ανταγωνιστικής με αυτόν επιχειρηματικής δραστηριότητας όχι από την ίδια, αλλά από πρόσωπο πολύ οικείο σε αυτήν, όπως είναι ο σύζυγός της και συνεπώς η ενδεχόμενη από μέρους της παράβαση της υποχρέωσης πίστεως που έχει προς τον εργοδότη της.
Γενικά έχει κριθεί ότι η ανάπτυξη ανταγωνιστικής δραστηριότητας εκ μέρους του ίδιου του εργαζόμενου έναντι του εργοδότη του αντίκειται στην υποχρέωση πίστεως που απορρέει από το άρθρο 288 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 652 ΑΚ, αλλά συνιστά και πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 1 εδ. α΄ του νόμου 146/14 “περί αθεμίτου ανταγωνισμού”, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές κάθε πράξη που γίνεται με σκοπό ανταγωνισμού και αντίκειται στα χρηστά ήθη (βλ. Ερμ. ΑΚ (Ι. Καποδίστρια) υπ’ άρθρα 652 αριθ. 104, 105, 111 και 112 και ΑΠ 1285/84 ΕΕργΔ 44, 575, ΕφΘεσ 94/1994 ΔΕΝ 53, 242). Συνέπεια της παράβασης της υποχρέωσης πίστεως εκ μέρους του εργαζομένου είναι η υποχρέωσή του να αποζημιώσει τον εργοδότη για κάθε ζημία που του προξένησε από τη συμπεριφορά του αυτή και ενδεχομένως, ανάλογα με τη βαρύτητα της ζημίας και τις λοιπές περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε, η καταγγελία της συμβάσεώς του.
Η συμπεριφορά αυτή στο μέτρο που δικαιολογεί την απόλυση οποιουδήποτε εργαζόμενου μπορεί να αποτελέσει σπουδαίο λόγο και για την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας εγκύου εργαζομένης.
Στην εξεταζόμενη όμως περίπτωση την ανταγωνιστική επιχείρηση ασκεί όχι η ίδια η εργαζόμενη αλλά ο σύζυγός της, ενώ δεν διαπιστώθηκαν συγκεκριμένες ενέργειες της εργαζόμενης που να παραβιάζουν την υποχρέωση πίστης που έχει απέναντι στον εργοδότη της.
Παραμένει συνεπώς προβληματική, ενόψει και της ως άνω προστατευτικής για την έγκυο εργαζόμενη διάταξης, που σκοπό έχει την διατήρηση της θέσεως εργασίας της και κατά την εγκυμοσύνη, η εξομοίωση από το Δικαστήριο της ασκήσεως ανταγωνιστικής επιχείρησης από τον σύζυγο της εγκύου εργαζόμενης με την άσκηση ανταγωνιστικής επιχείρησης από την ίδια την εργαζόμενη και η συναγωγή εκ μόνου του λόγου αυτού του συμπεράσματος ότι εύλογα κλονίζεται η εμπιστοσύνη του εργοδότη απέναντι στην εργαζόμενή του, χωρίς η κρίση αυτή να στηρίζεται και σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που έχουν λάβει ήδη χώρα και θεμελιώνουν θετικά την παράβαση της υποχρέωσης πίστεως της εγκύου εργαζόμενης προς τον εργοδότη της.