ΕΝΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΛΗΨΕΩΣ ΜΙΣΘΩΝ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ

ΕΠΕΙΔΗ σύμφωνα με τα άρθρα 656 και 281 ΑΚ το δικαίωμα του εργαζόμενου να ζητήσει μισθούς υπερημερίας υπόκειται στους περιορισμούς της καταχρηστικής άσκησης του, γεγονός που συμβαίνει όταν ο εργαζόμενος, παρότι ευχερώς μπορούσε να παράσχει ανάλογη με την ειδικότητα και ικανότητά του εργασία σε άλλο εργοδότη, παρέμεινε άνεργος από κακοβουλία και οκνηρία επί μακρό χρόνο για να εισπράξει από τον εργοδότη τις αντίστοιχες αποδοχές χωρίς να εργασθεί και να ματαιώσει έτσι το δικαίωμα εκείνου προς καταλογισμό της ωφέλειας στις αποδοχές υπερημερίας (ΑΠ 1456/1996 ΕΑΕΔ 31. 549).

Στην επίδικη περίπτωση η αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της μεταξύ μας σύμβασης εργασίας επήλθε την …/1997 (ημερομηνία δημοσίευσης της υπ΄ αριθ. ….. απόφασης του Εφετείου Αθηνών). Έκτοτε και μέχρι την πρώτη συζήτηση της παρούσας αγωγής (../2000) παρήλθε μακρύς χρόνος άνω των δυόμισι ετών κατά τον οποίο ο αντίδικος παρέλειψε από κακοβουλία και οκνηρία να ανεύρει εργασία ανάλογη των προσόντων και της ειδικότητάς του, παρότι ευχερώς μπορούσε να παράσχει μία τέτοια εργασία σε άλλο εργοδότη. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα δελτία της στατιστικής υπηρεσίας του ΟΑΕΔ, που προσάγω κι επικαλούμαι, το χρονικό διάστημα από το 1997 έως το τέλος του 1999 προσλήφθηκαν μέσω του ΟΑΕΔ σε διάφορες επιχειρήσεις του νομού Αττικής 1000 εργαζόμενοι με την ειδικότητα του αντιδίκου (..).

Στο νομό Αττικής σύμφωνα με τα άνω δελτία υπάρχουν 400 επιχειρήσεις …., που απασχολούν σε ποσοστό 80% επί του συνόλου των εργαζομένων σε κάθε επιχείρηση άτομα με την ειδικότητα του αντιδίκου. Πρέπει να σημειώσω ότι ο ενάγων δεν έχει εγγραφεί στους καταλόγους ανεργίας του άνω Οργανισμού αποδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό την σαφή πρόθεσή του να μείνει άνεργος και την οκνηρία του, αφού γνωρίζει ότι πολλοί υποψήφιοι εργοδότες απευθύνονται στον Οργανισμό αυτό για να προσλάβουν υπαλλήλους (ή εργατικό προσωπικό) και να τύχουν και της επιδότησης των ασφαλιστικών εισφορών των νεοπροσλαμβανομένων. Επίσης από τα φύλλα της ημερήσιας εφημερίδας …. των ετών 1997 – 2000, που προσάγω κι επικαλούμαι, αποδεικνύεται ότι το άνω χρονικό διάστημα έχουν δημοσιευθεί πάνω από 500 αγγελίες (βλ. αγγελίες ταξινομημένες με χρονολογική σειρά) επιχειρήσεων που ζητούν να προσλάβουν υπαλλήλους με την ειδικότητα του αντιδίκου. Μάλιστα πολλές από τις αγγελίες αυτές (βλ. χαρακτηριστικά τις αγγελίες στα φύλλα της … σημειωμένες με φωσφορίζον μελάνι) προσφέρουν εργασία σε εργοδότες που βρίσκονται πιο κοντά στο σπίτι του αντιδίκου από ότι η δική μου επιχείρηση και η αποδοχή μίας εκ των άνω θέσεων εργασίας δεν δημιουργεί δυσμενέστερες συνθήκες στην προσφορά της εργασίας από μέρους του (ΕφΑθ 9763/1989 ΔΕΝ 47. 460) από ότι στη δική μου επιχείρηση, το αντίθετο μάλιστα.

Τις αγγελίες αυτές γνώριζε ο ενάγων ή κακόβουλα παρέλειψε να πληροφορηθεί, αφού βρίσκονται καθημερινά στα φύλλα της άνω ημερήσιας εφημερίδας. Επίσης από την κατάθεση του μάρτυρά μου στο ακροατήριο αποδείχθηκε ότι και άλλες επιχειρήσεις στην ευρύτερη περιοχή των Αθηνών προσέλαβαν εργαζόμενους με την ειδικότητα του ενάγοντα, όπως η… το έτος 1997 προσέλαβε … εργαζόμενους και η … το έτος 1998 προσέλαβε … εργαζόμενους, στις οποίες ουδέποτε απευθύνθηκε ο αντίδικος για την ανεύρεση εργασίας. Το επάγγελμά συνεπώς του αντιδίκου δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί “κορεσμένο”, αφού σύμφωνα με τα εκτιθέμενα παραπάνω γίνονται συνεχώς προσλήψεις εργαζομένων της ειδικότητάς του, ενώ κι οι επιχειρήσεις που τους απασχολούν γίνονται όλο και περισσότερες (ήδη λειτουργούν 400 επιχειρήσεις στο νομό Αττικής με αυξητική τάση).

Ο ενάγων, ο οποίος είναι κάτοχος πτυχίου …., ηλικίας 35 ετών με δεκαετή προϋπηρεσία στο χώρο του, με μεγάλη ευχέρεια θα μπορούσε να βρει μία εργασία ανάλογη με την ειδικότητα και τις ικανότητές του αν πραγματικά το ήθελε, είτε μέσω του ΟΑΕΔ, είτε μέσω των αγγελιών που προανέφερα, είτε και μόνος του από ιδιωτική πληροφόρηση μεταξύ των συναδέλφων του. Ο ίδιος όμως δεν επικαλείται ότι αναζήτησε εργασία σε συγκεκριμένους εργοδότες οι οποίοι του απάντησαν αρνητικά, προσκομίζοντας και αντίγραφα των σχετικών αιτήσεών του ή των αρνητικών απαντήσεων, αλλά αόριστα ισχυρίζεται ότι η ανεύρεση εργασίας είναι δύσκολη λόγω της αυξημένης ανεργίας, ισχυρισμός που όμως καταρρίπτεται από τα άνω έγγραφα και την κατάθεση του μάρτυρά μου.

Με τη συμπεριφορά του όμως αυτή ο ενάγων ματαιώνει το δικαίωμά μου, που προβλέπεται στο άρθρο 656 εδ. β΄ ΑΚ, να αφαιρέσω από τις αποδοχές υπερημερίας που ζητάει την ωφέλεια, δηλ. τους μισθούς, που θα κέρδιζε εργαζόμενος σε μία εκ των άνω επιχειρήσεων. Ο μισθός δε αυτός είναι ακριβώς ίδιος με το μισθό που θα έπαιρνε εργαζόμενος σε εμένα, αφού όλες οι επιχειρήσεις του κλάδου μας υπαγόμαστε στη ρύθμιση της ΣΣΕ “για τους όρους αμοιβής και εργασίας …” που ισχύει κάθε φορά, με βάση την οποία ο αντίδικος αμειβόταν κι όταν εργαζόταν σε εμένα.
Συνεπώς με βάση τα παραπάνω είναι φανερό ότι ο ενάγων κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος ασκεί καταχρηστικά με την άνω συμπεριφορά του το δικαίωμα να απαιτήσει τους μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην αγωγή του και η τελευταία θα πρέπει να απορριφθεί εξ ολοκλήρου.