ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΛΗΨΗΣ ΤΗΣ ΚΑΤΩΤΑΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗΣ ΑΜΟΙΒΗΣ

Πότε ασκείται καταχρηστικά το δικαίωμα του δικηγόρου για λήψη της ελάχιστης αμοιβής που προβλέπει ο Κώδικας Δικηγόρων (άρθρο 92 και 98 επ.) σε περίπτωση που συμφωνήθηκε να καταβληθεί μικρότερη από αυτή.

Σύμφωνα με το άρθρο 92 παρ. 1 εδαφ. β΄ του Ν.Δ. 3026/1954 (Κώδικας Δικηγόρων) “Πάσα συμφωνία (μεταξύ δικηγόρου και του εντολέα του) περί λήψεως μικροτέρας αμοιβής (από τις ελάχιστα προβλεπόμενες στα άρθρα 98 επ. του ίδιου Κώδικα) είναι άκυρος ανεξαρτήτως του χρόνου συνάψεώς της”. Η διάταξη αυτή είναι δημοσίας τάξεως, αφού αποσκοπεί στην προστασία όχι μόνο του ιδιωτικού συμφέροντος του δικηγόρου ως εργαζόμενου, αλλά και στην κατοχύρωση του κύρους του δικηγορικού λειτουργήματος ως θεράποντος του δημοσίου συμφέροντος (ΑΠ 381/2001). Όμως οι αξιώσεις που απορρέουν από κανόνες δημοσίας τάξεως υπόκεινται και αυτές στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ. Πότε λοιπόν το δικαίωμα του δικηγόρου να λάβει την ελάχιστη προβλεπόμενη από τον Κώδικα αμοιβή του, ενώ συμφώνησε να λάβει μικρότερη από αυτή, ασκείται καταχρηστικά;

Θα εξετάσουμε τρεις αποφάσεις που έκριναν επί του θέματος αυτού. Η πιο πρόσφατη ΑΠ 381/2001 έκρινε ότι δεν ασκείται καταχρηστικά το δικαίωμα του δικηγόρου παρόλο που η αντίδικός του ασφαλιστική εταιρία απέδειξε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: α) ότι ο δικηγόρος είχε αποδεχθεί τις δικηγορικές αμοιβές που αναγράφονταν σε πίνακες που συνέτασσε η εταιρία και ήταν κοινές για όλους τους συνεργαζόμενους με αυτή δικηγόρους σε όλη τη χώρα, χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθεί για τον τρόπο υπολογισμού και το ύψος της αμοιβής του, εκδίδοντας μάλιστα και εξοφλητικές αποδείξεις, β) ότι τα πάσης φύσεως ασφάλιστρα, και ιδίως αυτά του κλάδου αυτοκινήτων, είχαν διαμορφωθεί  με δεδομένο το ύψος των δικηγορικών αμοιβών με βάση τους ανωτέρω πίνακες, τυχόν δε ανατροπή του δεδομένου αυτού θα δημιουργούσε δυσβάστακτα οικονομικά βάρη, γ) ότι σε περίπτωση που όλοι οι συνεργαζόμενοι δικηγόροι κατέθεταν παρόμοιες αγωγές, τα οικονομικά προβλήματα που θα δημιουργούνταν θα επέφεραν γενικότερους κλυδωνισμούς σε αυτή και στις άλλες ασφαλιστικές εταιρίες, δ) ότι από την όλη συμπεριφορά του ο δικηγόρος δημιούργησε στην εταιρία την πεποίθηση ότι δεν αμφισβητούσε, ούτε θα αμφισβητούσε στο μέλλον το ύψος των αμοιβών, δεδομένης και της απλότητας των αυτοκινητιστικών υποθέσεων που δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερα νομικά προβλήματα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά δεν είναι επαρκή για να καταστήσουν την άσκηση του δικαιώματος του δικηγόρου καταχρηστική, αφού δεν συνιστούν καθεαυτά, ούτε μπορούν, κατά την κοινή πείρα και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να προκαλέσουν στην ασφαλιστική εταιρία σε περίπτωση ικανοποιήσεως της αξίωσης του δικηγόρου τόσο σοβαρές και δυσβάστακτες οικονομικές συνέπειες, ώστε, ενόψει της δυσαναλογίας μεταξύ αυτών και του επιδιωκόμενου από το δικηγόρο οικονομικού οφέλους η αξίωση του τελευταίου να αντίκειται καταδήλως στην απαγόρευση του άρθρου 281 ΑΚ. Εξάλλου δεν είναι καταχρηστική η αξίωση καταβολής των ελαχίστων νομίμων ορίων αμοιβής, ακόμα και όταν η οικονομική κατάσταση του οφειλέτη – εναγόμενου κινδυνεύει από την άσκηση ομοίων αξιώσεων από άλλους δικαιούχους.

Αντίθετα η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ΄ αριθ. 19/1998 απόφασή της δέχθηκε ότι η αξίωση του δικηγόρου για λήψη της ελάχιστης προβλεπόμενης από τον Κώδικα αμοιβής του για σύνταξη κύριας αγωγής ασκείται καταχρηστικά όταν ο τελευταίος: α) είχε συντάξει προγενέστερη αγωγή που απερρίφθη τελεσιδίκως ως αόριστη, β) ήταν δικηγόρος με πάγια αντιμισθία στην εντολίδα του εταιρία και εν συνεχεία στην ειδική διάδοχο αυτής εταιρία (προϊστάμενος της νομικής της υπηρεσίας), γ) απλώς συνέπραξε με άλλους δικηγόρους στη σύνταξη και έγερση της (δεύτερης) αγωγής, δ) έλαβε από την εταιρία για τη σύμπραξη αυτή ως αμοιβή ένα σημαντικό ποσό που όμως ήταν μικρότερο από το ελάχιστο όριο για τη σύνταξη κύριας αγωγής (2% του αντικειμένου της δίκης) και ε) μέχρι τη λύση της συνεργασίας του με την εντολίδα του εταιρεία ουδέποτε την είχε οχλήσει για την πληρωμή άλλης αμοιβής, αλλά κατέθεσε τη σχετική αγωγή λίγο μετά την αποχώρησή του. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά έκρινε ότι η αξίωση του δικηγόρου για καταβολή της επιπλέον δικηγορικής αμοιβής υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το Δικαστήριο δεν περιέλαβε στην κρίση του τις οικονομικές συνέπειες που θα είχε για την εταιρία ενδεχόμενη ικανοποίησή της αξίωσης του δικηγόρου και εστίασε την προσοχή του στα ανωτέρω αναφερόμενα γεγονότα, χωρίς να σταθμίσει το επιδιωκόμενο οικονομικό όφελος του δικηγόρου από τη μία και την ενδεχόμενη ζημία της εταιρίας από την άλλη.

Η ΕφΘεσ 296/1998 (ΑρχΝ 1999, 41) έκρινε ομοίως καταχρηστική την αξίωση του δικηγόρου να απαιτήσει τη διαφορά μεταξύ της συμφωνηθείσας μικρότερης πάγιας αντιμισθίας από τη νόμιμη, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 92Α του Κώδικα Δικηγόρων, δεχόμενη ότι, ενώ ο δικηγόρος γνωρίζει ότι η νόμιμη μηνιαία αμοιβή για την παροχή των νομικών του υπηρεσιών είναι μεγαλύτερη, εντούτοις ζητεί από τον εντολέα του, που αγνοεί αυτό το γεγονός ελλείψει νομικών γνώσεων ενώ αν το γνώριζε δεν θα κατάρτιζε τη σχετική συμφωνία, μικρότερη κατά μήνα αντιμισθία, την οποία εισπράττει χωρίς διαμαρτυρία ή αντίρρηση, επιτυγχάνοντας έτσι την κατάρτιση της σύμβασης. Έτσι με την συμπεριφορά του αυτή δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον εντολέα του ότι δεν του οφείλει άλλο ποσό για την αμοιβή του, πέραν του συμφωνηθέντος και αφετέρου μία πραγματική κατάσταση η ανατροπή της οποίας με την καταβολή της ζητούμενης διαφοράς θα προκαλούσε στον εντολέα απρόβλεπτη και αδικαιολόγητη οικονομική ζημία.

Η διαφορά μεταξύ των αναφερθέντων τριών πραγματικών περιστατικών, επί των οποίων έκριναν οι ανωτέρω αποφάσεις, είναι ότι οι εντολείς στις δύο πρώτες γνώριζαν ότι οι αμοιβές που καταβάλλουν είναι κατώτερες από τις νόμιμες και εντούτοις προχώρησαν στην καταβολή τους, ενώ στην τελευταία περίπτωση ο εντολέας δεν θα προχωρούσε στη σύναψη της σύμβασης αν γνώριζε το ύψος της νόμιμης αμοιβής που όφειλε να καταβάλλει.