Πειθαρχική ποινή/απόλυση σε υπαλλήλους οι οποίοι αρνούνται να καταθέσουν ως μάρτυρες σε δίκες στις οποίες είναι διάδικος ο εργοδότης;

Τέθηκε υπόψη μας το θέμα της άρνησης υπαλλήλου της εργοδότριας εταιρείας να καταθέσει ως μάρτυρας υπέρ της εταιρίας σε δίκη και μας ζητήθηκε να γνωμοδοτήσουμε για το κατά πόσον είναι δυνατόν να απολυθεί ο υπάλληλος αυτός ή να επιβληθεί πειθαρχική ποινή σε αυτόν εξαιτίας της άρνησης του.

Καταρχήν θα πρέπει να λεχθεί ότι η υποχρέωση μαρτυρίας του εργαζόμενου υπέρ του εργοδότη του ενώπιον δικαστηρίου δικάζοντος αστικής φύσεως υπόθεση του τελευταίου, πηγάζει από την υποχρέωση πίστεως που έχει ο εργαζόμενος προς τον εργοδότη, η οποία συνίσταται στην υποχρέωσή του να ενεργεί με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετεί την επιχείρηση όπου εργάζεται καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια και παραλείποντας παράλληλα κάθε πράξη που είναι δυνατό να παραβλάψει τα εύλογα συμφέροντα του εργοδότη. Η υποχρέωση αυτή βέβαια υφίσταται εφόσον το αντικείμενο της εκκρεμούσας δίκης άπτεται των καθηκόντων του εργαζόμενου, ο οποίος θα καταθέσει γεγονότα που γνωρίζει από τη σύμβαση εργασίας του με τον εργοδότη, διότι η άρνησή του να μαρτυρήσει για γεγονότα που δεν έχουν άμεση σχέση με το συμβατικό δεσμό του με τον εργοδότη δεν συνιστά παραβίαση της υποχρέωσης πίστεως. Προϋπόθεση επίσης για την ύπαρξη της άνω υποχρεώσεως είναι να έχει τη δυνατότητα ο εργαζόμενος να καταθέσει ενώπιον του δικαστηρίου, κάτι που δεν συμβαίνει όταν για λόγους αντικειμενικούς (π.χ. άδεια αναψυχής) ή υποκειμενικούς (π.χ. προβλήματα υγείας) δεν μπορεί να το πράξει.

Η υπαίτια παραβίαση της υποχρέωσης πίστεως εκ μέρους του εργαζόμενου συνιστά ταυτόχρονα υπαίτια παραβίαση της σύμβασης εργασίας του, οπότε παρέχονται στον εργοδότη σωρευτικά τα εξής δικαιώματα: α) να επιβάλλει πειθαρχικές ποινές, β) να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας και γ) να ζητήσει αποζημίωση από τον εργαζόμενο.

Α. Αναφορικά με την επιβολή πειθαρχικής ποινής σε κάποιον υπάλληλο θα πρέπει να υπάρχουν οι εξής προϋποθέσεις ώστε να είναι αυτό επιτρεπτό: (α) να υπάρχει εγκεκριμένος εσωτερικός κανονισμός ο οποίος να έχει γνωστοποιηθεί στους υπαλλήλους της εταιρίας, ο οποίος να προβλέπει τα παραπτώματα και τις αντίστοιχες ποινές, (β) να γίνεται λογική χρήση της επιβολής των ποινών ώστε να μη γίνεται κατάχρηση δικαιώματος σύμφωνα με το άρθρο 281 του Α.Κ., και (γ) να καλείται σε απολογία ο υπάλληλος πριν να του επιβληθεί ποινή.
Στην υπό κρίση περίπτωση και σύμφωνα με τα γνωστά σε εμάς στοιχεία η εργοδότρια εταιρεία δεν έχει εσωτερικό κανονισμό ώστε να μπορεί να επιβληθεί βάση αυτού πειθαρχική ποινή στον υπάλληλο που αρνήθηκε να καταθέσει ως μάρτυρας στο δικαστήριο. Κατά τη γνώμη μας δεν συνιστάται και η κατάρτιση ενός εσωτερικού κανονισμού εργασίας στον οποίο θα περιλαμβάνεται η πρόβλεψη πειθαρχικής ποινής στον υπάλληλο που αρνείται να καταθέσει ως μάρτυρας υπέρ της εργοδότρια εταιρείας, διότι ο κανονισμός εργασίας ρυθμίζει τα θέματα που έχουν σχέση με την εκτέλεση της εργασίας, όπως θέματα πειθαρχίας και συμπεριφοράς των εργαζομένων μέσα στην επιχείρηση, οργανώσεως και λειτουργίας της επιχείρησης και ρυθμίσεις για την βαθμολογική και υπηρεσιακή εξέλιξη των υπαλλήλων. Σκοπός των κανονισμών εργασίας – κατά την εισηγητική έκθεση του Ν.Δ. 3789/1957 – είναι να εξασφαλίζουν δίκαιους όρους, ομοιομορφία, ενιαία κατεύθυνση, δίκαιη πειθαρχική εξουσία και επομένως ίση μεταχείριση για τους εργαζομένους. Η πρόβλεψη για επιβολή πειθαρχικής ποινής σε κανονισμό εργασίας συνεπώς θα ήταν ξένη προς τους ορισμούς και τους σκοπούς των κανονισμών εργασίας.

Β. Αναφορικά με την επιλογή της απόλυσης του υπαλλήλου που αρνήθηκε να καταθέσει ως μάρτυρας στο δικαστήριο θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με το άρθρο 669 Α.Κ. η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μεν αναιτιώδης μονομερής δικαιοπραξία και αποτελεί δικαίωμα τόσο του εργοδότη όσο και του υπαλλήλου, όμως η άσκηση του δικαιώματος αυτού από τον εργοδότη δεν είναι απεριόριστη και ανέλεγκτη αλλά υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του Α.Κ. και αν η καταγγελία έγινε κατά κατάχρηση του δικαιώματος είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη. Κατάχρηση δικαιώματος (ΑΠ 597/2002) υπάρχει και στην περίπτωση που η καταγγελία έγινε για εκδίκηση σε βάρος του υπαλλήλου, λόγω συμπεριφοράς του, η οποία δεν συνδέεται με την ομαλή και αποδοτική άσκηση της εργασίας του, αλλά η οποία δεν αρέσει στον εργοδότη. Επίσης καταχρηστική είναι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας όταν δεν αποτελεί το έσχατο μέσο προστασίας των συμφερόντων του εργοδότη, αλλά υπάρχουν κι άλλα λιγότερο δυσμενή για τον εργαζόμενο μέτρα, τα οποία θα μπορούσαν να έχουν ληφθεί.
Η δε άρνηση του υπαλλήλου να καταθέσει ως μάρτυρας ενώπιον δικαστηρίου σε υπόθεση στην οποία ήταν διάδικος ο εργοδότης του δεν δίνει το δικαίωμα στον εργοδότη να τον απολύσει διότι η ενέργεια του αυτή και μόνη δεν έχει σχέση με την αποδοτική άσκηση της εργασίας του υπαλλήλου. Η τυχόν δε τέτοια καταγγελία της σύμβασης εργασίας του υπαλλήλου εκ μέρους του εργοδότη θα μπορούσε να συνιστά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος διότι θα έχει γίνει για λόγους εκδικήσεως, αλλά και διότι θα μπορούσε να λάβει άλλα μέτρα (άσκηση αγωγής αποζημιώσεως, βλ. παρακάτω υπό Γ΄), τα οποία και τα συμφέροντα του εργοδότη προστατεύουν και τη θέση εργασίας εξασφαλίζουν.
Η νομολογία περιλαμβάνει πλήθος αποφάσεων όπου η καταγγελία της σύμβασης εργασίας που έγινε χωρίς τη συνδρομή γενικότερων λόγων οικονομικής, τεχνικής ή υπηρεσιακής φύσης που ανάγονται στην ομαλή λειτουργία της επιχείρησης και έχει ως μοναδικό κίνητρο την ικανοποίηση αισθήματος εκδίκησης του εργοδότη προς τον εργαζόμενο του κρίθηκε καταχρηστική (ΑΠ 885/1986, ΕφΠΑτρ 205/1980, ΕφΑθ 2838/1983, ΕφΑθ 1941/1981). Το ίδιο συμβαίνει και όταν αποκλειστικό κίνητρο της καταγγελίας είναι η εχθρότητα του εργοδότη προς τον εργαζόμενο και ο, διαμέσου της απόλυσης του, εκφοβισμός των υπόλοιπων εργαζομένων του εργοδότη (ΕφΑθ 4/1976, ΕφΝαυπλ 140/1986, ΑΠ 1126/1981).

Περαιτέρω κρίθηκε καταχρηστική νομολογιακά η καταγγελία σύμβασης εργασίας εργαζομένου λόγω άρνησης του να καταθέσει ως μάρτυρας υπεράσπισης του εργοδότη, στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατ’ αυτού για καταστρατήγηση διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας (ΜονΠρΘηβ 4/1974, ΕΕΔ 36, 705).

Συνεπώς η οποιαδήποτε επιλογή απόλυσης υπαλλήλων που δεν δέχθηκαν να καταθέσουν ως μάρτυρες σε δικαστήριο υπέρ της εταιρίας είναι πολύ πιθανόν να κριθεί ως καταχρηστική από τα αρμόδια δικαστήρια.

Γ. Ως μόνη λύση προβάλλει η άσκηση αγωγής αποζημιώσεως εναντίον του εργαζόμενου που κατά παράβαση της υποχρέωσης πίστης αρνήθηκε αδικαιολόγητα να καταθέσει υπέρ του εργοδότη για γεγονότα που γνώριζε από την εργασία του, με συνέπεια, εξαιτίας της άρνησης αυτής και μόνο, ο εργοδότης να χάσει τη δίκη (για το λόγο ότι οι ισχυρισμοί του δεν αποδείχθηκαν) και να υποχρεωθεί να καταβάλει κάποιο ποσό στον αντίδικό του ή να μην επιδικαστεί κάποιο ποσό υπέρ του ή αυτό να επιδικαστεί μειωμένο, γεγονότα που με βεβαιότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων δεν θα συνέβαιναν αν ο εργαζόμενος μαρτυρούσε υπέρ της εργοδότριας εταιρείας. Αν δεν συντρέχει κάποια από τις ανωτέρω προϋποθέσεις, τότε ο εργοδότης δεν έχει ούτε δικαίωμα αποζημίωσης.